- ὑπερεχόντως
- ὑπερεχόντως, Adv.A pre-eminently, especially, Eust.4.13.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὑπερεχόντως — pre eminently indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπερεχόντως — ΜΑ επίρρ. κατ εξοχήν, κυρίως μσν. με εξαιρετικό τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερέχων, οντος, μτχ. τού ρ. ὑπερέχω + επιρρμ. κατάλ. ως] … Dictionary of Greek